Posted tagged ‘διχασμός’

Η γένεση του ελληνικόυ φασισμού

4 Μαΐου, 2010

Τα έντονα πολιτικά συναισθήματα αποτέλεσαν τα συνήθη θεμέλια για την ανάπτυξη του φασισμού εκεί όπου αναπτύχθηκε. Στην Ελλάδα, από τις αρχές του 20ου αιώνα τέτοιου είδους πάθη περίσσευαν. Συνήθως συνδέονταν με τις καταστάσεις που δημιουργούσε ο αλυτρωτικός εθνικισμός. Η ιδεολογία αυτή είχε θέσει την Ελλάδα σε τροχιά σύγκρουσης με ισχυρότερα κράτη, τα αποτελέσματα της οποίας δεν μπορούσαν παρά να είναι απρόβλεπτα – και άκρως επίφοβα, όπως είχε κιόλας αποδειχτεί το 1897. Μια αποσταθεροποιητική ανασφάλεια κατέλαβε το έθνος ήδη από την έναρξη των πολέμων, αλλά ακόμα περισσότερο μετά την οδυνηρή τους κατάληξη. […].

Πρόσθετοι γενεσιουργοί παράγοντες του εθνικού φόβου και μίσους ήταν η τραυματική μνήμη της οθωμανικής αδικίας και καταπίεσης, και η απειλή της επιστροφής ενός παρομοίου τύπου εξουσίας. Μετά τον πόλεμο του 1897 ο πολιτικός λόγος εμπλουτίστηκε με νέα συγκινησιακά μοτίβα, τα οποία επίσης διευκόλυναν τη διάδοση του φασισμού. Για παράδειγμα, τότε καθιερώνεται η λατρεία των νεκρών ηρώων, η οποία αναβαθμίζεται με την ανέγερση μνημείου στο πανεπιστήμιο το 1901, και τρία χρόνια αργότερα τονώνεται ξανά με τον θάνατο στη Μακεδονία του Παύλου Μελά, που προκάλεσε σε ορισμένους κύκλους μια καθαρά προδρομική του φασισμού θανατολατρεία.

Αλληλένδετη με τον φόβο και το μίσος ήταν η λατρεία της δύναμης, που εκφραζόταν με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια στον πολιτικό λόγο -αλλά και στην πράξη- των αστών, παραμερίζοντας την προηγούμενη έμφαση στις δημοκρατικές αρετές του διάλογου και της συνεννόησης όσο και τις θρησκευτικές αναστολές. Από τη δεκαετία του 1880 η κυρίαρχη ιδεολογία είχε απορροφήσει μοτίβα του κοινωνικού δαρβινισμού, που έβλεπαν στην παγκόσμια ιστορία έναν «αγώνα για την ύπαρξη» μεταξύ των εθνών. Παραμονές των Βαλκανικών πόλεμων, οργανικοί διανοούμενοι του ελληνικού κράτους, όπως ο Ίωνας Δραγούμης, είχαν φτάσει να διακηρύσσουν την κυριαρχία του κοινωνικού δαρβινισμού στις πολιτικές τους αντιλήψεις. Όπως συνέβη και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο πόλεμος – «η δοκιμασία του πυρός», που προβαλλόταν ως το υπέρτατο ανθρώπινο δράμα, με τους μαχητές σε ρόλους πρωταγωνιστών και κεντρικό του πυρήνα τον θάνατο – αναγορεύτηκε σε ύπατο κριτήριο του ανδρισμού, που ήταν αντίθετο του «εκφυλισμού». Δεν άργησε να αρθρωθεί ένας συγκροτημένος λόγος υπέρ της στρατιωτικής διακυβέρνησης, που αποτύπωνε τη βεβαιότητα πολλών από όσους είχαν πολεμήσει ότι δικαιωματικά τους ανήκε η διακυβέρνηση της χώρας. […]

Ο φόβος τρεφόταν επίσης γύρω από την ανασφάλεια. Στην πραγματικότητα, η έκβαση των λυτρωτικών σχεδίων εξαρτιόταν από τις μεταβαλλόμενες διαθέσεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων: τα βαλκανικά κράτη μπορούσαν να αρχίσουν πολέμους, αλλά δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να τους τελειώσουν. […] Δεν ήταν περίεργο λοιπόν που, αντιμέτωπος με τέτοιες αντιξοότητες, ο λυτρωτικός λόγος εγκατέλειπε τη λογική για να καλλιεργήσει μυστικιστικά και ψευδοεπιστημονικα επιχειρήματα όπως όταν ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης οργάνωνε τον λόγο του γύρω από τις πολιτισμικές και κυρίως τις φυλετικές διαστάσεις της «μακραίωνης ιστορίας του ελληνισμού» η οποία, με συνεργό τη «μυστηριώδη φωνή της Προνοίας», θα οδηγούσε την «ελληνική ψυχή» σε νέες λυτρωτικές δόξες. […]

Ακολούθησε η ήττα. Η Μικρασιατική καταστροφή ψαλίδισε τις εθνικές βλέψεις, αλλά ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, όπως άλλωστε και του λαού, δεν εγκατέλειψε το όνειρο της νέας επέκτασης στα ανατολικά. Ο Πάγκαλος, ο Χατζηκυριάκος και πολλοί άλλοι στρατοκράτες ποτέ δεν συγχώρησαν στον Βενιζέλο την υπογραφή της συνθήκης της Λωζαννης. Η ιδεολογική κληρονομιά της ήττας σύντομα αναπτύχθηκε σε ένα μείγμα λατρειών της βίας και του θανάτου, μισαλλόδοξου και εκδικητικού εθνικισμού, και θεωριών περί «πισώπλατου μαχαιρώματος» της χώρας από τους Δυτικούς και τους κομμουνιστές – τους νέους «εχθρούς».

Ο πολιτικός λόγος που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο διευκόλυνε επίσης τον φασισμό καθώς υπογράμμιζε την κατάρρευση του αισθήματος πως ολόκληρο το έθνος αποτελούσε μια πολιτική κοινότητα. Ωστόσο, αντίθετα απ’ ο,τι συνέβαινε σε άλλες χώρες, εδώ από το έθνος δεν εξοβελιζόταν η Αριστερά, αλλά η αντίπαλη αστική παράταξη. Για παράδειγμα, ήδη πριν από την καταστροφή, η πρωτεύουσα, το ημιεπίσημο πρωθυπουργικό όργανο, διακήρυσσε ως επιστημονικό συμπέρασμα πως οι βενιζελικοι δεν ανήκαν στο ελληνικό έθνος. […]

Την εκδικητικοτητα, το μίσος και τον φόβο συμπλήρωνε η φυλετική και πολιτισμική περιφρόνηση των γειτόνων. Αντιτουρκικά ρατσιστικά αισθήματα ήταν ευρύτατα εξαπλωμένα στους διανοουμένους, ενώ και οι Βούλγαροι ή γενικά οι Σλάβοι καταγγέλλονταν με νέα έμφαση ως προαιώνιοι εχθροί. Η ιεράρχηση των εθνών σε βαθμούς πολιτισμού – των Ελλήνων λίγο παρακάτω ή παραπάνω από την Ευρώπη και έπειτα των επίφοβων Βουλγάρων και των ισχυρών Ρουμάνων, των Αλβανών και των «συντηρητικών» Τούρκων – έγινε κοινός τόπος στην Ελλάδα του πρώιμου 20ου αιώνα.

[to be continued]

[του Σπύρου Μαρκέτου, λέκτορα στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο]